τηλορός

τηλορός
-όν, Α
βλ. τηλουρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τηλορός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλουρός — και τηλορός, όν, Α αυτός που έχει όρια τα οποία βρίσκονται μακριά, ο πολύ μακρινός («χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + ουρός / ορός (< ὅρος [Ι] «όριο, τέρμα»), πρβλ. σύν ουρος / ορος (για τις μορφές τού β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”